Ποιητικές βραδιές.

           Το Κέντρο Πολιτισμού « Ιωλκός» σε συνεργασία με την Δ/νση Πολιτισμού του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ του Δήμου Βόλου και τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Μαγνησίας, για πρώτη φορά φέτος οργανώνει βραδιές αφιερωμένες στους μεγάλους ποιητές μας Γ. Ρίτσο, Οδ. Ελύτη, Ν.Καββαδία και Ν.Γκάτσο .
    Κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό στην αυλή του Αρχοντικού Ζαφειρίου ο λόγος, η απαγγελία και η ερμηνεία  μας ταξίδεψαν και μας ενέπνευσαν.
  Κάθε φορά η εισήγηση των φιλολόγων, από τον Σύνδεσμο,  μας βοηθούσε να γνωρίσουμε  πτυχές της ζωής τους,  να μάθουμε για τα σημαντικότερα έργα τους και την αποδοχή τους από τους κριτικούς  της εποχής του και όχι μόνο.
    Σας παραθέτουμε την πρώτη εισήγηση της κας Β. Μαντζώρου, φιλόλογου Γραμματέας του Συνδέσμου Φιλολόγων Μαγνησίας,  για τον μεγάλο μας ποιητή Γ. Ρίτσο.

       Αγαπητές φίλες-αγαπητοί φίλοι
 Εκ μέρους του συνδέσμου φιλολόγων Μαγνησίας να σας καλωσορίσω κι εγώ με τη σειρά μου στην αποψινή εκδήλωση-αφιέρωμα στο μεγάλο ποιητή Γιάννη Ρίτσο που διοργανώνουμε σε συνεργασία με το δήμο Βόλου και το κέντρο Πολιτισμού και κοινωνικής παρέμβασης ΙΩΛΚΟΣ .Είναι ομολογουμένως δύσκολο να μιλήσει κανείς με επιτυχία για έναν ποιητή και πολύ περισσότερο για έναν ποιητή του διαμετρήματος του Γιάννη Ρίτσου. Δύο είναι κυρίως οι δυσκολίες που συναντά κανείς, μιλώντας σε ένα ετερόκλητο από πλευράς σύνθεσης και προσδοκιών κοινό, στην προσπάθειά του να  το οικειώσει με τον ποιητή .
Πρώτα –πρώτα ο όγκος του έργου του ,μεγάλο μέρος του οποίου παραμένει ακόμη και σήμερα ανέκδοτο . Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του χαλκέντερου δημιουργού. Αν κάποιος θα ’θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό· στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία· στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατεσπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. Με προσωπεία και δάνειες φωνές αρθρώνει την αλήθεια του. 
Επειτα μια άλλη δυσκολία προκύπτει από την πληθωρική προσωπικότητά του .Ο Γ.Ρ. είναι πιστεύω μια σπάνια περίπτωση ολοκληρωμένου ,συνολικού  καλλιτέχνη «ποιητή » με όλη τη σημασία του όρου σε όλες του τις εκφάνσεις Γράφει ποίηση αλλά και πρόζα παίζει πιάνο( δεν είναι τυχαίο που η ποίησή του και οι τίτλοι των έργων του γέμουν από μουσικούς όρους ) ζωγραφίζει όμορφα ,διετέλεσε ηθοποιός χορευτής σε επιθεώρηση ,μέλος σε χορό αρχαίας τραγωδίας απαγγέλλει με τρόπο μοναδικό ,γράφει με έναν έξοχα καλλιγραφικό χαρακτήρα ,ήταν ωραίος στη μορφή και το παράστημα –γενικά η φύση φέρθηκε με εξαιρετική γενναιοδωρία σε αυτό τον άνθρωπο με τα χαρίσματα και τα τάλαντα .Ο Ρίτσος λοιπόν με τις σπάνιες δωρεές που θα μπορούσε να γίνει το χαιδεμένο παιδί της αστικής τάξης δεν ενέδωσε στις σειρήνες του ευδαιμονισμού αλλά τάχθηκε από την αρχή και για πάντα εκεί που είναι η θέση του αληθινού πνευματικού ανθρώπου ,δηλαδή κοντά στον πάσχοντα συνάνθρωπο απανταχού της γης που καταπιέζεται, αδικείται που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και εξευτελισμού που γίνεται θύμα του πολέμου, του φασισμού της βίας ,τάχθηκε στην παράταξη του κοινωνικού αγώνα για μια καλύτερη, δικαιότερη ανθρωπινότερη ,πιο ειρηνική ζωή.
Η έκταση ,η ποικιλία και η συνεχής εξέλιξη του έργου του Ρίτσου επικύρωσε την πεποίθηση πως και στη νεοτερική λογοτεχνία η ποσότητα δεν είναι κατ΄ανάγκη ασυμβίβαστη με την ποιότητα. Διότι, κάθε ποίημα της ωριμότητάς του είναι τεχνουργημένο από το μάστορα που ένιωθε υπόλογος απέναντι στο λαό του και τη γλώσσα του .Επιπλέον η ένταση και το πολύτροπο αυτής της προ πάντων ποιητικής δημιουργίας επιβεβαίωσε πως η λεγόμενη στρατευμένη λογοτεχνία δεν είναι ισόβια καταδικασμένη να βαλτώνει ανάμεσα στη δογματική σάτιρα και την εφήμερη σκοπιμότητα ή ακόμη χειρότερα μες στο γραφειοκρατικό ρεαλισμό. Εν τέλει νομίζω πως το μεγαλύτερο μυστικό του Γιάννη Ρίτσου ήταν απλώς η απόλυτη, αδιάκοπη και καθημερινή αφοσίωσή του στην κλήση του δηλ. στη διπλή θητεία του ως κομμουνιστή και ως τεχνίτη του λόγου .

 Μετά τη σύντομη αυτή εισαγωγή ας ακολουθήσουμε τώρα τα βήματα του Γιάννη Ρίτσου στη ζωή και την ποίηση . Την 1η Μαΐου του 1909 μέρα σημαδιακή για τους αγώνες των εργατών για δουλειά ,ζωή, αξιοπρέπεια ο  Γιάννης Ρίτσος γεννιέται στη Μονεμβασιά, το πέτρινο καράβι του που τον ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως έχει γράψει ο ίδιος. Τέταρτο παιδί του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά, έχει τρία αδέλφια: τη Νίνα, το Μίμη και τη Λούλα . Η οικογένεια  ήταν μεγαλοκτηματίες της περιοχής,αλλά  καταστράφηκε οικονομικά λίγα χρόνια αργότερα Τα πρώτα χρόνια της ζωής του «μπολιάζονται» από την επαφή με τη φύση, τις λαϊκές ιστορίες και τα πανηγύρια που τον φέρνουν σε επαφή με τον πλούτο της παράδοσης του λαού μας.
 Στο σχολείο πήγε πολύ νωρίς, μόλις τεσσεράμισι ετών με συμμαθήτρια την αδελφή του Λούλα. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα γράμματα. Ήταν δε και άτακτος και γι' αυτό αρκετές φορές τις πέρασε όρθιος στην γωνία, τιμωρημένος. Ό,τι δεν του έδωσε το σχολείο, του το έδωσε η μητέρα του που ήταν άνθρωπος βαθιά καλλιεργημένος .Χάρη σ΄εκείνη μαθαίνει ξένες γλώσσες γαλλικά-γερμανικά  και πιάνο.  Η μητέρα του ενθαρρύνει την αγάπη του για την ποίηση, τον εγγράφει μάλιστα, , συνδρομητή στο περιοδικό του Ξενόπουλου: Διάπλασις των παίδων.
1921 Ο Γιάννης και η Λούλα τελειώνουν το σχολαρχείο. Ο Γιάννης περνά το καλοκαίρι στις Βελιές με τον πατέρα του, ενώ η Λούλα στο σπίτι της Μονεμβασιάς, όπου φροντίζει τον αδερφό τους Μίμη και τη μητέρα τους που έχουν εν τω μεταξύ αρρωστήσει από φυματίωση. Στις 6 Αυγούστου ο Μίμης, δόκιμος αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, πεθαίνει σε κλινική της Αθήνας, παρά την προηγούμενη πολύμηνη θεραπεία του σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Χρόνια αργότερα ο Ρίτσος θα του αφιερώσει το ποίημα Ο μικρός αδελφός των γλάρων. Η μητέρα του, που δεν μαθαίνει ποτέ για το θάνατο του παιδιού της, πεθαίνει κι αυτή στις 11 Νοέμβριου σε σανατόριο του Πηλίου, όπου έχει μεταφερθεί. Η ανάμνησή της παραμένει ζωντανή στο έργο του Ρ., θέμα που θα σχολιάσει ο Τάσος Λειβαδίτης:
Μοναδικό, σχεδόν, στήριγμα μέσα σ’ αυτό το χάος των ερωτημάτων και των αντεγκλήσεων, τα παιδικά χρόνια, η μητέρα, που σ’ όλο το έργο του Ρίτσου είναι πάντα παρούσα, τρυφερή κι άγια μικρογραφία της ίδιας της δημιουργίας.
Εν τω μεταξύ η οικογένεια έχει καταρρεύσει οικονομικά. Το πάθος της χαρτοπαιξίας του πατέρα αποβαίνει ολέθριο για τον ίδιο και την οικογένειά του Κατά τον τελευταίο χρόνο της φοίτησής του στο γυμνάσιο του Γυθείου ξεκινά στο ίδιο σχολικό περιβάλλον τη γυμνασιακή του θητεία ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Στη δική μου [τάξη], ανάμεσα σε εκατό μαθητές, δε βρισκόταν κανένα άλλο παιδί, που να μπορώ να μιλώ μαζί του για βιβλία, για ποιητές και για φιλοσόφους. Έτσι, ήταν πολύ φυσικό να ξαφνιαστώ, όταν μια μέρα, […] άκουσα τρεις νέους της τάξης του Ρίτσου να λένε […]: «Ο Γιαννούλης γράφει ποιήματα». Κοίταξα αυτό το Γιαννούλη. Ήταν ένα παιδί ψηλό, λιγνό, ευγενικό, εύθραυστο […] Σου τραβούσε την προσοχή, γιατί ανάμεσα στα πολλά χωριατόπουλα […] το ξεχώριζε η μοναξιά του και η φινέτσα του. Μ’ ένα και μόνο πρόσωπο έκανε συντροφιά. Ήταν η αδελφή του […]. Δε δώσαμε γνωριμία και δεν ανταλλάξαμε ποτέ ούτε μια λέξη, όσο που τέλειωσε το σχολικό έτος κι εκείνος με την αδελφή του έφυγαν, ασφαλώς στηριγμένοι ο ένας στο μπράτσο του άλλου, έτσι όπως τους έβλεπα πάντοτε.
Αργότερα τα δύο αδέλφια μετακομίζουν στην Αθήνα, την εποχή που η Ελλάδα οφείλει να απορροφήσει, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης της Λωζάννης, ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, που διπλασιάζουν σχεδόν τον πληθυσμό της. Ο πατέρας τους δεν είναι πλέον σε θέση να τους βοηθήσει οικονομικά , τα δύο αδέλφια είναι αναγκασμένα να εργάζονται για να επιβιώσουν. Πρώτη δουλειά για τον νεαρό Ρίτσο: δακτυλογράφος, ενώ αργότερα προσλαμβάνεται στη συμβολαιογραφική υπηρεσία της Εθνικής Τράπεζας ως αντιγραφέας.
Το τρίτο κρούσμα φυματίωσης στην οικογένεια σημειώνεται με την προσβολή του ίδιου του Γ. Ρ. Τα δύο αδέλφια αναγκάζονται να αφήσουν το ξενοδοχείο, όπου διαμένουν από την προηγούμενη χρονιά, και να μεταφερθούν σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο. Ο Γ. Ρ. περνάει την Άνοιξη στη Μονεμβασιά καθ’ υπόδειξη του γιατρού του, προκειμένου να επιταχύνει την ανάρρωσή του. Εκεί αρχίζει να συνθέτει τα ποιήματα των ανέκδοτων συλλογών Δάκρυα και Χαμόγελα και Το παλιό μας σπίτι. Οι πένθιμες μνήμες, νωπές ακόμα για τον Γ. Ρ., στοιχειώνουν το πατρικό σπίτι τόσο ώστε να αποφεύγει την παραμονή σ’ αυτό.  Πιθανόν δεν θα ήταν άστοχο να υποθέσουμε ότι σε αυτή την συμπεριφορά διακρίνει κανείς τις πρώτες βιωματικές καταβολές μιας τυπικής στο έργο του Ρ. περιγραφής του σπιτιού ως χώρου εγκλωβιστικού, πράγμα που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στη Σονάτα του Σεληνόφωτος
Από την αρχή λοιπόν η αίσθηση του σπιτιού σαν κλειστού ζοφερού χώρου, λεηλατημένου απ’ το χρόνο, που παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις για τα πλάσματα που εμπεριέχει και που υπόκεινται κι αυτά στην ίδια μοίρα. Η μόνιμη αίσθηση της φθοράς συνθλίβει τα πάντα και κάνει επιτακτική την ανάγκη μιας απόσπασης απ’ αυτό το χώρο, αν και η ίδια αυτή ατμόσφαιρα ασκεί πάντα μια ψυχρή γοητεία.. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή, χωρίς ποτέ να φοιτήσει .Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισάγεται στο νοσοκομείο Σωτηρία, στο περίπτερο της τρίτης θέσης των απόρων με ένα εισιτήριο που του εξασφάλισε ο δήμος ενώ  παραμονή του εκεί, θα διαρκέσει τρία χρόνια.. Εκεί συντελείται η επαφή του νεαρού Ρ. με τα λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα και η μύησή του στην ιδεολογία του μαρξισμού. Πιθανόν να βλέπει για πρώτη φορά τον Θανάση Κλάρα, τον μετέπειτα Άρη Βελουχιώτη, όταν ο τελευταίος παραβρίσκεται στο νοσοκομείο, ως συντάκτης του Ριζοσπάστη, προκειμένου να πάρει συνέντευξη από ασθενείς . Εκεί γνωρίζει τη Μαρία Πολυδούρη, η οποία νοσηλεύεται επίσης, και συνδέεται μαζί της με τρυφερή φιλία.
Διαβάζει πολύ και γράφει ποιήματα «που αντανακλούν απόλυτα το κλίμα μιας ήδη υπερώριμης νεορομαντικής-νεοσυμβολικής ποίησης». 25 από αυτά δημοσιεύονται στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία.   

1930 Βγαίνει από το Σωτηρία, έχοντας εξαντλήσει το επιτρεπτό όριο παραμονής της τριετίας και  μεταφέρεται στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας κοντά στα Χανιά. Οι συνθήκες παραμονής εκεί είναι άθλιες στην ουσία πρόκειται για ένα παλιό λιοτρίβι στο οποίο όταν βρέχει οι ασθενείς κάθονται με τις ομπρέλες πάνω στα κρεβάτια Το Νοέμβριο, με επιστολή του στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών των Χανίων, που συνυπογράφεται και από άλλους ασθενείς, καταγγέλλει τις άθλιες συνθήκες στο θεραπευτήριο και εκφράζει την αγανάκτησή του για την αδιαφορία των αρχών. Ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της επιστολής οι ασθενείς μεταφέρονται στο σανατόριο του Αγίου Ιωάννου.
 Το 1932 η  νέα οικογενειακή τραγωδία , καθώς  ο πατέρας του εισάγεται στο δημόσιο ψυχιατρείο Δαφνί. ολοκληρώνει ένα κύκλο συμφορών που αποτυπώνονται σε ποίημα που αφιερώνει στον πατέρα του ωθώντας τους μελετητές του έργου του να διακρίνουν αργότερα μια «αυτοβιογραφική ιδιοτυπία του έργου του Ρίτσου» αυτής της περιόδου:

Τρύπησε ο σκόρος το ψηλό καπέλο σου, και με καιρό
ξέφτησε το αλαζονικόν ύφος απ’ τη μορφή σου,
μα δεν ξεχνούσες να περνάς στο πέτο σου ένα ρόδο ωχρό
που να θυμίζει την ευγένεια της καταγωγής σου

Θαρρώ σε βλέπω ως έδινες επίσημα και ιπποτικά
το χέρι σου, ίδιος βασιλιάς, να κατεβεί απ’ τ’ αμάξι
κομψή η μητέρα που ύψωνε σ’ άνεργα δάχτυλα λευκά
νέφος αχνό το φραμπαλά όλο πούλιες και μετάξι.

Πάνε τ’ αμάξια τ’ άλογα τα κυνηγετικά σκυλιά,
άδειασε η κάσσα κι άδειασες απ’ όλων τη φιλία,
μόνο οι καθρέφτες έκπληκτοι, που αναπολούσαν τα παλιά,
σε βλέπαν, φάσμα, να μετράς τίτλους και μεγαλεία.

Τις νύχτες, μες στο κρύο, γυμνός, κ’ εκραύγαζες απ’ τ’ ανοιχτά
παράθυρα, να φοβηθούν οι «τίγρεις της αβύσσου»
ή φώναζες τα ονόματα των πεθαμένων, και μετά
σώπαινες, τον αντίλαλο ν’ ακούσεις της φωνής σου.

  
1934
Γνωρίζεται με τον εκδότη Κώστα Γκοβόστη. Κυκλοφορεί το Τρακτέρ, η πρώτη ποιητική συλλογή του Γ. Ρ. Η μεσοπολεμική αριστερή κριτική χαιρετίζει το έργο με ενθουσιασμό διατηρώντας ωστόσο επιφυλάξεις για τον κάπως «θεαματικ[ό] και λίγο οραματικ[ό], σαν ονειρώδικ[ο] χαρακτήρα των ποιητικών του εικόνων»] – καθώς και για τη «σκοτεινή, [τ]η μπερδεμένη γλώσσα, το περιττό νοητικό παραφόρτωμα της φράσης», που «κάνει την ποίηση του Ρίτσου απρόσιτη στις πλατιές μάζες αναγνωστών» Επισημαίνεται ακόμα η «απήχηση» Καρυωτάκη παρατήρηση που φέρει κάποτε έντονο το αρνητικό επίχρωμα της ένταξης της ποίησης του Ρίτσου στο κλίμα του «Καρυωτακισμού».
1935
Η έκδοση της δεύτερης συλλογής του Γ. Ρ., Πυραμίδες, πραγματοποιείται την ίδια χρονιά με την έκδοση του Μυθιστορήματος του Σεφέρη και της Υψικαμίνου του Εμπειρίκου. Ο Γ. Ρ. δεν καταφέρνει να διασκεδάσει εντελώς τις δογματικές υποψίες της αριστερής κριτικής που αποφαίνεται τώρα ότι η ποίησή του «δε βρίσκεται σε πραγματική σχέση με τη λαϊκή μάζα», και τον κατηγορεί για «εγωκεντρισμό», εκτός από την επίμονη επισήμανση της «εξεζητημένης γλώσσας», της «τεχνικής επιτήδευσης» και της «υπερεκτίμησης της φόρμας»
Από το 1936 και  εξής, εκτός από τα ποιήματα που αντανακλούν το γενικό ενδιαφέρον του Ρ. για τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες των ανθρώπων, αρκετά ποιήματα ξεκινούν να γράφονται την ημέρα που οι εφημερίδες δημοσιεύουν μια είδηση, εμφαίνοντας τον «επικαιρικό» χαρακτήρα της ποίησής του και απαθανατίζοντας μεγάλες και μικρές στιγμές της ιστορίας.   

 Το πρώτο από αυτά είναι ο Επιτάφιος που γράφεται  εν θερμω το 1936 . Το ιστορικό υπόβαθρο του ποιήματος συνδέεται με την απεργία των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης που εξελίχθηκε σε πανελλαδική απεργία και σημαδεύτηκε από την αιματηρή επέμβαση της αστυνομίας και του στρατού. Στην εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσιεύεται η φωτογραφία μιας μάνας που θρηνεί καταμεσίς του δρόμου το δολοφονημένο παιδί της. Η φωτογραφία συγκλονίζει το Ρίτσο που γράφει μέσα σε δύο μερόνυχτα κλεισμένος μέσα στο σπίτι του χωρίς να φάει και να κοιμηθεί το  μεγαλειώδες ποίημα σε ομοιοκατάληκτα 15 σύλλαβα δίστιχα. Πρόκειται για ένα κορυφαίο θρηνητικό μέλος στο οποίο  αξιοποιεί τη στιχουργική και τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού και συνδυάζει στοιχεία από τον Επιτάφιο θρήνο ,το μανιάτικο μοιρολόι και το θρήνο της Σάρας από τη Θυσία του Αβραάμ.Το σπαρακτικό μοιρολόγι της μάνας μεταστρέφεται σε μήνυμα ζωής και διαμαρτυρίας απέναντι στην κοινωνική αδικία
Το Φεβρουάριο  του 1937 η  αδερφή του Γ. Ρ. Λούλα εισάγεται στο Δαφνί. Η νέα οικογενειακή συμφορά είναι ένα οξύ πλήγμα για το Γ. Ρ., που εκφράζεται ποιητικά στο Τραγούδι της αδελφής μου.
Κάτω από τους θόλους των ματιών σου ταξίδευε η ζωή μου
Χαμογελούσες κι έμπαινε ακεραιος ο ουρανός μέσα στο σπίτι μας
ΑΔΕΛΦΗ μου,
δεν είμαι πια ποιητής
δεν καταδέχομαι νάμαι ποιητής.
Είμαι ένα πληγωμένο μυρμήγκι
που έχασε το δρόμο του
μες στην απέραντη νύχτα.
Αναδεύω την τέφρα
των πυρπολημένων Απριλίων
και δε βρίσκω μια σπίθα
για ν’ ανάψω την αρχαία θερμάστρα
Εσύ εζύγισες
τους θησαυρούς των αιώνων
μες στη λεπτή παλάμη σου.
Εσύ εγκρέμισες τα όρη
όπου αναπαύονταν οι ποιητές.
Κι εγώ δεν είμαι πια ποιητής

Η σύνθεση κυκλοφορεί τον Ιούλιο. Η θερμή και πηγαία υποδοχή που της επιφυλάσσει ο Παλαμάς αποτυπώνεται στο διάσημο στίχο από το τετράστιχο που αφιερώνει ο ποιητής στο νεαρό ομότεχνό του: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσης».
1937 μέχρι το 1943 είναι η περίοδος της  λυρικής έξαρσης .Ενας μοντέρνος λυρισμός σε ελεύθερο στίχο όπου η μουσική ροή και τα ενσωματωμένα στοιχεία του υπερρεαλισμού πειθαρχούν στον ειρμό του αισθήματος και του στοχασμού. Ο υπάιθριος χώρος εισβάλλει στην ποίησή του με τολμηρές φωτεινές και ονειρικές εικόνες ενώ κυριαρχεί η οργιώδης φαντασία που ξέρει να γειώνεται ακουμπώντας Πάντα στα απλά πράγματα Από τα ποιήματα αυτής της περιόδου σημειώνουμε ενδεικτικά : Εαρινή συμφωνία, Το εμβατήριο του Ωκεανού, Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής
Περνάει όλο το διάστημα της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα
Ενώ  ο σκληρός απολογισμός του χειμώνα της μεγάλης πείνας γίνεται στην Τελευταία π. Α. [=προ Ανθρώπου] Εκατονταετία, που γράφεται αυτό το καλοκαίρι (Ιούλιος-Αύγουστος):
Λειώσαν τα χιόνια κατέβηκαν πο-
τάμια φύγαν κι αυτά.
Ο θάνατος περπατούσε μεσ’ στη
λάσπη τα χειράμαξα στη λάσπη
Απάνου στην πεσμένη πόρτα του
καλοκαιριού κουβάλαγαν
τους πεθαμένους.    


Μετά τα Δεκεμβριανά του 1945, καθώς οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ διατάσσονται να εκκενώσουν την πρωτεύουσα, ο Ρ. παραδίδει το αρχείο του προς φύλαξη σε έμπιστά του άτομα και ακολουθεί το κύριο σώμα της φάλαγγας. Οι βασικές στάσεις στην πορεία που ακολουθεί είναι Λαμία, Τρίκαλα, Βόλος, Κοζάνη. Στα Τρίκαλα συναντά τον Άρη Βελουχιώτη. Ως συνεργάτης του «Θεάτρου του Λαού της Αθήνας» συγγράφει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ’ άρματα, που παρασταίνεται στην Κοζάνη και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται για το έργο βάσει του οποίου ο Ρ. θα συγγράψει το τρίπρακτο δράμα Μάνα και πολύ αργότερα το Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών.
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου επιστρέφει με πλήθος κόσμου στην Αθήνα , όπου διαπιστώνει ότι το αρχείο του έχει καταστραφεί.
Ανάμεσα στα χειρόγραφά του που χάθηκαν βρίσκονταν κατά μαρτυρία του ίδιου δύο μεγάλα μυθιστορήματα, μια σειρά διηγημάτων, τρία αισθητικά δοκίμια κ.α
 Στην κεντρική Λέσχη της ΕΠΟΝ, όπου συχνάζει, συναναστρέφεται ομάδα νέων ποιητών, ανάμεσα στους οποίους και ο Τάσος Λειβαδίτης. Στον ίδιο χώρο γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος γράφει για την πρώτη συνάντησή τους :
Τον πρωτοείδα στη Λέσχη της ΕΠΟΝ, Ακαδημίας και Κριεζώτου, την Άνοιξη του 1945. Είχα αναλάβει να ανακαλύψω και να συγκεντρώσω τους άξιους νέους ποιητές και συγγραφείς, τον Κώστα Κοτζιά, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μιχάλη Κατσαρό και τόσους άλλους, που το όνομα τους θα το γνώριζε κάποτε όλη η Ελλάδα.
Ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Ρώτας ήταν αυτοί, που ακούγοντας τα κείμενά τους και συζητώντας μαζί τους μια φορά την εβδομάδα, θα βοηθούσαν ώστε να γεννηθεί μια νέα γενιά ποιητών και συγγραφέων, η γενιά της Αντίστασης. Αυτή που δεν θα έβλεπε τα τραγικά δρώμενα απ’ έξω, σαν θεατής, αλλά από μέσα, σαν συμπάσχον οργανικό τμήμα του μαρτυρικού μας λαού στο δρόμο προς τον Γολγοθά, όπως τον είχε καταδικάσει η σκληρή του μοίρα.
Ήταν η σχολή του Γιάννη Ρίτσου…
Τον Μάιο του ίδιου χρόνου  επιστρέφει στην Αθήνα ο Νίκος Ζαχαριάδης από το Νταχάου. Ο Ρίτσος χαιρετίζει την επιστροφή του αφιερώνοντάς του το ποίημα Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης, και  με αφορμή το θάνατο του Αρη Βελουχιώτη   γράφει τον Ιούνιο Το υστερόγραφο της δόξας, που θα παραμείνει αδημοσίευτο ώς τον Οκτώβριο του 1975.
το 1947 κι ενώ αρχίζει να επεξεργάζεται τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των αμπελιών  δύο γεγονότα  σημαδεύουν αμετάκλητα τη ζωή του Ρίτσου. Πρώτα –πρώτα γνωρίζει τη  μετέπειτα γυναίκα του Γαρυφαλιώ Γεωργιάδη, φοιτήτρια τότε της ιατρικής που τον συναντά μεταφέροντας το αίτημα νέων της ΕΠΟΝ να τους συστήσει βιβλία για να διαβάσουν .Έπειτα Στις 27 Δεκεμβρίου  του ίδιου χρόνου το ΚΚΕ κηρύσσεται παράνομο: ο κομμουνισμός θεωρείται πλέον ποινικό αδίκημα και όσοι προπαγανδίζουν τις αρχές του απειλούνται με ποινές που φτάνουν ώς το θάνατο.

 Από το 1948 αρχίζει η περιπέτεια της εξορίας καθώς. συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στο στρατόπεδο Κοντοπούλι της Λήμνου, όπου αρχίζει, το Δεκέμβριο, να γράφει το Καπνισμένο τσουκάλι.. Κατά την παραμονή του στη Λήμνο,  αλλά και σε όλους τους τόπους εξορίας, καταφεύγει στη ζωγραφική.  Τον επόμενο χρόνο μεταφέρεται στη Μακρόνησο, όπου συγγράφει τον Πέτρινο Χρόνο. Κρατά σημειώσεις για τη συλλογή Οι γειτονιές του κόσμου. Ανάμεσα στους συνεξόριστούς του και οι Λειβαδίτης, Δεσποτόπουλος, Κατράκης, Καρούσος. Σύντροφοί του, και κυρίως ο Μάνος Κατράκης, θάβουν τα χειρόγραφα αυτής της περιόδου και καταφέρνουν έτσι να τα περισώσουν. Ο Μάνος Κατράκης τα παραδίδει αργότερα στον συγγραφέα, ενώ εκείνος τα θεωρούσε χαμένα. Τα ζωγραφικά έργα βγαίνουν από το στρατόπεδο χάρη σε κάποιο συνεξόριστό του. Στο πιεστικό αίτημα των αρχών να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» ο Ρ. αντιστέκεται και τελικά δεν υπογράφει.
  Οι συνθήκες ζωής στη Μακρόνησο ήταν εξουθενωτικές  Η εγκατάστασή μας στο καινούριο στρατόπεδο, γράφει ο εξόριστος  Κώστας Τριανταφύλλου , συνάντησε πολλές και ποικίλες δυσκολίες, γιατί 3.000 περίπου άνθρωποι έπρεπε να βολευτούμε μέσα σε δυό χαράδρες και κάτω από σκηνές. Μετά το καταλάγιασμα αυτού του σάλου και με την αντιμετώπιση των πρώτων βασικών υλικών αναγκών, άρχισε να προκύπτει η ανάγκη μιας ψυχαγωγίας […] Μια πρωτοβουλία που αναλήφθηκε από καλλιτέχνες και διανοούμενους του στρατοπέδου είχε σαν πρώτο αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας Θεατρικής σκηνής και μιας χορωδίας που ο πυρήνας της υπήρχε από τη Μακρόνησο. Σ’ αυτό συνέβαλε φυσικά και ο Ρίτσος. Ένα βράδυ θυμάμαι πως ήρθε ο Ρίτσος και σε λίγο ο Φοίβος ο Ανωγειανάκης και μου είπαν πως είχαν ρίξει την ιδέα για ένα μικρό συγκρότημα από μαντολίνα, μαντόλες και κιθάρες στη βάση του κουαρτέτου. Μου είπαν ακόμα πως όσα όργανα έλειπαν θα τα φτιάχναν οι μαστόροι του στρατοπέδου.
 Κι αλλού πάλι σημειώνει : « Θαρρώ πως δεν υπάρχει εξόριστος που να ’κουσε ποτέ το Ρίτσο να βαρυγκομίσει ή να παραπονεθεί. Υπόφερε όλα τα δεινά με το χαμόγελο και την παρηγοριά στα χείλια.Για μας ήταν ο μεγάλος ποιητής του αγώνα μας, ο ίδιος ένιωθε σαν αγωνιστής ανάμεσα σε άλλους αγωνιστές που όλοι μαζί ήταν εξόριστοι γιατί πάλευαν για τα ιδανικά τους. Δεν ήθελε ποτέ να ξεχωρίσει. Γι’ αυτό όλοι τον αγαπούσαμε. Ήταν και είναι ο δικός μας άνθρωπος.»
Τελευταίος σταθμός ο Αη Στράτης . Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος  τον συνάντησε εκεί και καταθέτει πως η μεγάλη προσφορά του ήταν η γενναιοδωρία του χρόνου του. Γράφει :
Ο Ρίτσος, ειδικά στον Αϊ-Στράτη, στάθηκε ένας πολύ ουσιαστικός φίλος για όλους όσοι είχαμε αρχίσει να εκφραζόμαστε λογοτεχνικά. Από τα λίγα ευχάριστα για τους ανθρώπους του Αι-Στράτη ήταν η παρουσία του Ρίτσου, ο οποίος βοηθώντας πνευματικά και ψυχολογικά τους έγκλειστους τους έκανε ικανούς να αντιμετωπίζουν με περισσότερη δύναμη τις δυσκολίες.
Η ποιητική παραγωγή αυτής της περιόδου είναι μεγάλη: ο Ρ. γράφει τη συλλογή Ακροβολισμός, ένα ακόμα Ημερολόγιο εξορίας, το ποίημα Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί και μεταφράζει ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ και του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι

Συγκλονισμένος από την είδηση της εκτέλεσης του Μπελογιάννη ο Ρ. γράφει στον Αϊ-Στράτη την ίδια μέρα, 30 Μαρτίου, το ποίημα Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο ενώ είναι σε εξέλιξη αγώνες για την απελευθέρωσή του .
.     
Ο Ρίτσος επιστρέφει τελικά από την εξορία τον Αύγουστο έχοντας μεταφέρει όλα τα ποιητικά και ζωγραφικά έργα αυτής της περιόδου φυλαγμένα σε δύο βαλίτσες με διπλό πάτο. Εργάζεται και πάλι στις εκδόσεις Γκοβόστη ως επιμελητής και διορθωτής κειμένων. Εκλέγεται στη Διοικούσα Επιτροπή της νεοσύστατης ΕΔΑ.  



Τον Αύγουστο του 1955 γεννιέται η η μονάκριβη κόρη του Έρη Ρίτσου, για την οποία γράφει το Πρωινό άστρο. Είναι το ποίημα της πατρικής στοργής και της λυρικής φαντασίας. . Ο ίδιος ο Ρίτσος το χαρακτηρίζει "Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών" για την κορούλα του. Ο Αντρέας Καραντώνης, κριτικός λογοτεχνίας του οποίου η στάση απέναντι στο έργο του Ρίτσου ήταν αρνητική  υποδεχόμενος το Πρωινό άστρο, θ’ ανακαλύψει σ’ αυτό μια «άπειρη πατρική τρυφερότητα, μια μουσικοπρόφερτη στοργή», η οποία διαποτίζει βαθιά τους στίχους της συλλογής. Χαρακτηρίζει τη συλλογή «γοητευτική» και «απαλόγραμμη», απορρίπτει όμως την άποψη του ποιητή ότι άμα μεγαλώσει το παιδί «θα του φανερώσει κι άλλα μυστικά», τα οποία ο Καραντώνης τοποθετεί στο χώρο της Κομμουνιστικής Ιδεολογίας, χωρίς βέβαια αυτό να είναι απαραίτητο. Πιστεύει ακόμα πως μιλώντας έτσι ο ποιητής στο «τρυφερό πλασματάκι, του μιλάει με πονηριά και πρόθεση από τώρα για την ευτυχία που θα νοιώσει αργότερα όταν μάθει πως “η χαρά δεν είναι πράσινη αλλά κόκκινη’’ Εύλογο είναι το συμπέρασμα πως η  κριτική του Καραντώνη παραμένει διαποτισμένη από τις προσωπικές του ιδεοληψίες.
 ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου. 
Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.
 Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου.

Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
Το Φεβρουάριο του 1956 στο 20ό συνέδριο του Κ.Κ. καταδικάζεται ο Σταλινισμός και καταγγέλλεται η λεγόμενη «Προσωπολατρία». Τον επόμενο μήνα η 6η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ προχωρά στην καθαίρεση του Ν. Ζαχαριάδη.
Το καλοκαίρι ο Γ. Ρ. Επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοούμενων. Καταγράφει τις εντυπώσεις του σε μια σειρά τριανταπέντε άρθρων που δημοσιεύονται στην Αυγή.
Το Δεκέμβριο κυκλοφορεί από τον «Κέδρο» Η γκρινιάρα κατσίκα και άλλα ρωσικά λαϊκά παραμύθια του Αλέξη Τολστόη, τη «διασκευή» του οποίου στα ελληνικά υπογράφει ο Γ. Ρ. με το ψευδώνυμο Πέτρος Βελιώτης.
Το πρώτο έργο του Ρ. που θα εκδοθεί από τον «Κέδρο», τον ίδιο κιόλας μήνα, είναι η Σονάτα του σεληνόφωτος, που εγκαινιάζει τη σειρά των ποιητικών μονολόγων που θα αποτελέσουν αργότερα τα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης


Τον Φεβρουάριο του 1957  δημοσιεύεται στο περιοδικό Les Lettres Françaises (τχ. 660) άρθρο του Λουί Αραγκόν με την ενθουσιώδη παρουσίαση του «Έλληνα Άμλετ», όπως αποκαλεί το Ρίτσο και ολόκληρη Η σονάτα του σεληνόφωτος σε γαλλική μετάφρασης πράγμα σηματοδοτεί τη διεθνή αναγνώριση του ποιητή.


Από το Φεβρουάριο ο Γ. Ρ. αντιμετωπίζει δίωξη μαζί με τους Βρεττάκο και Αυγέρη με την κατηγορία ότι το αφιέρωμα της Επιθεώρησης Τέχνης (τχ. 34, Οκτώβριος 1957) για τα 40 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης στο οποίο συμμετείχαν προπαγάνδιζε την ανατροπή του καθεστώτος. Τη συμμετοχή του Ρ. αποτέλεσε η μετάφραση των Δώδεκα του Μπλοκ. Οι κατηγορούμενοι απαλλάσσονται με βούλευμα το Μάιο. Έχουν προηγηθεί έντονες διαμαρτυρίες διανοούμενων στη Γαλλία.  Διαβάζω  την αρχή από το τηλεγράφημα  Εθνικής Εταιρείας  Συγγραφέων της Γαλλίας προς την Ελληνική Κυβέρνηση : Θεωρούμε, ιδιαίτερα στη Γαλλία, ότι ο Γιάννης Ρίτσος, που το 1957 τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης, από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση, είναι ένας από τους πιο μεγάλους ποιητές αυτού του αιώνα και δεν ξεχνάμε τους στίχους με τους οποίους χαιρέτισε την πατρίδα μας. Η πράξη που του καταλογίστηκε ως έγκλημα (η μετάφραση του ποιήματος Οι Δώδεκα του Αλεξάντερ Μπλοκ, που θεωρείται σε όλο τον κόσμο κλασικό κείμενο της ρώσικης ποίησης και έχει ήδη δημοσιευθεί ελεύθερα στην Ελλάδα όπως και παντού αλλού) δεν μπορεί παρά να αποτελεί για όλους τους συναδέλφους μας, όποιες κι αν είναι οι απόψεις και οι πεποιθήσεις τους, ένα ενοχοποιητικό στοιχείο απαράδεκτο και επικίνδυνα καινούριο. Ελπίζουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορέσει και θα θελήσει να μας καθησυχάσει για την τύχη των συναδέλφων μας, ώστε να μην υποχρεωθούμε να υψώσουμε διαφορετικά τη φωνή μας.

 Αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ο Ρ. ειδοποιείται από τους φίλους του που τον πιέζουν να φύγει. Εκείνος αρνείται, ετοιμάζει τη βαλίτσα του και περιμένει.. Ο Γ. Ρ. συλλαμβάνεται αμέσως, μεταφέρεται στον Ιππόδρομο του Νέου Φαλήρου μαζί με χιλιάδες άλλους συλληφθέντες και λίγες μέρες αργότερα εξορίζεται στη Γυάρο ενώ αργότερα μεταφέρεται στη Λέρο. Λίγο αργότερα
 οδηγείται στο αντικαρκινικό κέντρο «Άγιος Σάββας» στην Αθήνα μετά από σχετική ιατρική γνωμάτευση.
Γράφει ο Τάσος Βουρνάς : Θυμάμαι την ημέρα που τον έπαιρναν συνοδεία για το Αντικαρκινικό. Τον πήγα ως την πύλη του στρατοπέδου, σπαράζοντας μέσα μου και προσπαθώντας να κρυφτώ, από ποιόν; Από τον ποιητή που βλέπει μέσα μας σα νάμαστε από γυαλί. Μια στιγμή βγάζει από την τσέπη του μια πέτρα ζωγραφισμένη και μου τη δίνει:
- Πάρε για να με θυμάσαι, μου λέει σιγανά. Η χειρονομία, ο λόγος με συνέτριψαν. Άρχισα να κλαίω φανερά, αδύνατο να κρατηθώ. Και τότε έγινε τούτο το απίστευτο, να με παρηγορεί αυτός, που όλοι πιστεύαμε πως ο θάνατος τον σημάδευε…
Περίπου ένα μήνα αργότερα μεταφέρεται και πάλι στη Λέρο όπου γράφει μέσα σε μια μέρα,  τα περισσότερα από τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας μετά από αίτημα του επίσης κρατούμενου Μίκη Θεοδωράκη να του αποστείλει πρόσφατους στίχους του προς μελοποίηση. . Τέλη Οκτωβρίου του δίνεται η άδεια να πάει στη Σάμο για λόγους υγείας, όπου βρίσκεται σε καθεστώς περιορισμού στο σπίτι της γυναίκας του. Έχει προηγηθεί κύμα εντονότατων διαμαρτυριών σε ολόκληρη την Ευρώπη για το γεγονός της κράτησης του ποιητή.


Η «κρυφή» και σποραδική αλληλογραφία που καταφέρνει να έχει ο Ρ. αυτή την εποχή με φίλους του αποτελεί πολύτιμο βιογραφικό τεκμήριο γι’ αυτή την περίοδο:  
Δούλευα, δούλευα με σφιγμένα δόντια, πεισματικά, κάποτε χωρίς όρεξη, «επίμοχθα», φανατικά, να μην αφήσω, να μην αφήσω να με πάρει κάτου ο πόνος, η απελπισά, η ματαιότητα.
 Από τα έργα  αυτής της περιόδου ξεχωρίζουμε τη   "Γκραγκάντα" (1972) και το "Κωδωνοστάσιο" (1974) ευαγγελίζονται τον αντιδικτατορικό ξεσηκωμό (Πολυτεχνείο), αλλά και εγκαινιάζουν νέους εκφραστικούς τρόπους.
 Μετα-υπερρεαλιστική, εξπρεσιονιστική γραφή, αμάλγαμα λόγιας και λαϊκής γλώσσας. Ένας κόσμος ρευστός, όπου άνθρωποι, ζώα, πράγματα συνδιαλέγονται απειθάρχητα: «...Και τα λόγια διασταυρούμενα, ανταποκρίσεις, απομακρύνσεις, παρεξηγήσεις, τυχαίες συνέχειες –το πιότερο μονόλογοι– λόγια ασυνάρτητα, ασήμαντα, ερευνητικά, αναπάντητα, απαραίτητα...», σχολιάζει ο ίδιος. Ένα αλλόκοτο σύμπαν μυρμηγκιάζει στην αστείρευτη φαντασία του ποιητή. Ίσως αυτό να σημαίνει ο τίτλος «Γίγνεσθαι» (συγκεντρωτικός τόμος που εκδόθηκε το 1988), σε σχέση μ’ ένα προηγούμενο «είναι». Τα «Επινίκια», επίσης συγκεντρωτικός τόμος που περικλείει ποιητικές συνθέσεις από το 1977 έως το 1983, ανακαλούν επικές μνήμες που προβάλλονται στο μέλλον. Ενορατικές συλλήψεις του υπερώριμου Ρίτσου, ο οποίος επενδύει, με όλη την ποιητική σκευή του και τον παράφορο λυρισμό του, άλλη μια φορά στο ιστορικό στοίχημα. Προέκταση της ποίησής του η πεζή εννεαλογία «Εικονοστάσιο Ανώνυμων Αγίων» (1983-86), σύντηξη ατομικών και κοινωνικών βιωμάτων, αλλά και ερωτικών φαντασιώσεων
Αποχαιρετώντας το «Τελευταίο καλοκαίρι» της ζωής του ο Γ. Ρ., στο Καρλόβασι, στις 3 Σεπτεμβρίου, γράφει:
[…] τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο και Αύγουστο
αν και φοβάμαι, πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ’ναι το τελευταίο.  Πέθανε στς 11 Νοεμβρίου 1990, φήνοντας 50 νέκδοτες συλλογς ποιημάτων.
Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή μας θα ήταν άστοχο να μην αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το πολυσχιδές έργο του Ρίτσου η αριστερή και μη κριτική. Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε αναφερόμενοι στην κριτική του Αντρέα  Καραντώνη για το Πρωινό άστρο η στάση των Ελλήνων κριτικών απέναντί του χαρακτηρίζεται από μεγάλη δόση αμφιθυμίας .Σε αυτό συντέλεσε και το γεγονός ότι οι πολιτικές περιπέτειες του τόπου και του βίου του αλλά και οι δικές του συγκυριακές επιλογές οδήγησαν σε μια μονοδιάστατη πρόσληψη του έργου του. Ωστόσο,. η  παγκόσμια κοινότητα επιφύλαξε μια ιδιαίτερα λαμπρή υποδοχή σε αυτό , όπως αποδεικνύουν οι μεταφράσεις των έργων του σε πολλές γλώσσες  και τα διεθνή βραβεία που του έχουν απονεμηθεί .
Ανάμεσα σε αυτά σημειώνουμε  χρονολογικά το  Πρώτο Κρατικό Βραβείο ποίησης για τη  "Η Σονάτα του σεληνόφωτος" (1956) από κοινού με τον Αρη Δικταίο
  Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης (Βέλγιο, 1972)
  Διεθνές βραβείο "Γκεόργκι Δημητρώφ" (Βουλγαρία, 1975)
  Mέγα βραβείο ποίησης "Αλφρέ ντε Βινύ" (Γαλλία, 1975)
  "Βραβείο Ειρήνης του Λένιν" (ΕΣΣΔ, 1977) Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι προτάθηκε αρκετές φορές για το βραβείο Νόμπελ της ποίησης χωρίς τελικά να του απονεμηθεί  Οταν στα 1972 ο Νερούδα παίρνει το βραβείο Νόμπελ, δήλωσε : «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτήν την τιμή, ο Γιάννης Ρίτσος».
 Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ο αδιάψευστος μάρτυρας της δικής του εποχής
Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, πάντα σε θέση μάχης και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Εκανε ατέρμονους “αγώνες δρόμου” για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, για να την απαθανατίσει. Μέσω της ποίησης, προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται: «το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε».
 Γράφει κάπου  : Με επηρέασαν τα πάντα. (…) Γιατί, όπως κάθε καλλιτέχνης, έτσι κι εγώ, είχα μια τεράστια αδηφαγία. Ο ποιητής είναι ένας τρομερός δέκτης, τρομερά ευαίσθητος, που απορροφά δυνάμεις από παντού και το θεωρεί κάτι πολύ δικό του… Εγώ, άξαφνα, χρωστώ ευγνωμοσύνη σε όλους εσάς, χρωστώ ευγνωμοσύνη κάποτε ακόμα και στους αντιπάλους μου, στους εχθρούς μου, που με το να με εξορίσουν, με το να με φυλακίσουν, έζησα πάρα πολλά πράγματα, που δεν μπορούσα να διανοηθώ, που δεν μπορούσε να συλλάβει η φαντασία μου.»

Μ τ έργο του εισήλθε σ᾿ όλα τ ορατ κα αόρατα, άντλησε απ τ βάθος του χρόνου κα τ πλάτος του κοινωνικού χώρου. Επαναστάτης στη ζωή, επαναστάτης, όμως και στο λόγο του. Χρησιμοποίησε ολόκληρο το παραγκωνισμένο λεκτικό οπλοστάσιο του λαού, θάμπωσε με τη μουσικότητα του λυρισμού του και κινητοποίησε όλες τις αισθήσεις είτε γράφοντας για το μύρο του βοσκού είτε για το άγχος της πόλης είτε για την επιστράτευση των ιδεών.
 Εκμεταλλεύθηκε δυναμικ τν αστείρευτο πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας. Συμφιλίωσε τος αγώνες γι τ καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερικ βίωση των πραγμάτων κα τν αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Στς μείζονες συνθέσεις κα στ μικρ ποιήματα, όπως κα στ δοκίμιά του, ανέδειξε μία σύγχρονη ευαισθησία, προσαρμόζοντας τ φωνή του στος χαμηλος τόνους της βαθιάς επικοινωνίας κα της εξομολογητικότητας. Οι συλλογς πο εκδόθηκαν αμέσως μετ τ θάνατό του μ τν τίτλο ργά, πολ ργ μέσα στ νύχτα  και η πιο πρόσφατη με τίτλο Υπερωον  που εκδόθηκε πέρισι και περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στη δεκαετία του 1980 «ο ποιητής της Ρωμιοσύνης» μετεξελίσσεται σε ποιητή της εσωτερικότητας, παρατηρώντας τα συμβάντα του καθημερινού βίου , διαλεγόμενος με το αίνιγμα, το μυστήριο, το χρόνο, τα πρόσωπα, τα προσωπεία, τη φθορά, τον έρωτα, τον θάνατο. Με ομιλία κρυπτική, με γοητευτικά μισόλογα, με θρυμματισμένα νοήματα - όπως κάποιος που δεν θέλει να προδώσει τα αθέατα και σου μιλάει με τα μάτια- ο Ρίτσος οδηγεί τον λάτρη της ποίησης στην απόλαυση .Ακόμη και αν -ενίοτε - η αφήγηση και τα σύμβολα είναι προβλέψιμα, ακόμη και αν η εξέλιξη δείχνει αναμενόμενη, η περιεκτικότητα και η συμπύκνωση της γραφής του αποτελούν αναμέτρηση του Ρίτσου με τον εαυτό του.


Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα

περπάτησα

χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,

για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.

Την ομορφιά

ποτές μου δεν την πρόδωσα. Ολο το βιος μου το

μοίρασα δίκαια.

Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι

του αγρού

τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε (...)».
------------------------------------------------------------------------------------------
Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα.
Εδωσε θέση
στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ' αλογάκι της Παναγίας,
στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη
δροσοστάλα
που πέφτει απ' το ροδόφυλλο, στ' άρρωστο αηδόνι,
στις μεγάλες σημαίες,
στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο. Πλούτισε
τον κόσμο
με μόχθο κι εγκαρτέρηση.
Σκαλί σκαλί

ανέβηκε την πέτρινη σκάλα. Τώρα, εκεί πάνω, άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη

στα γυμνά πλευρά του

Ας πούμε τώρα και δυο λόγια για τη σονάτα :

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος εγκαινιάζει τον κύκλο της Τέταρτης Διάστασης. Πρόκειται για έναν δραματικό μονόλογο, τον πρώτο μιας σειράς τέτοιων ποιητικών - θεατρικών μονολόγων, οι οποίοι θα περιληφθούν σε έναν κύκλο συνθέσεων υπαρξιακής αγωνίας, αναζητήσεων, αυτογνωσίας, διλημμάτων, εσωτερικής πολυφωνίας.  Το ποίημα απαρτίζεται από τρία μέρη: πρόλογο, δραματικό μονόλογο, επίλογο, τα οποία αποτελούν μια οργανική ενότητα και αντιμετωπίζονται ως όλον. Όπως όλα σχεδόν τα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης (13 από τα 16), έτσι και η Σονάτα είναι «σκηνοθετημένη». Ο «σκηνοθετικός» πρόλογος σε πεζό που προηγείται της ποιητικής αφήγησης, δίνει τις σκηνικές οδηγίες, προσδιορίζοντας τον τόπο (μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού), τον χρόνο (ανοιξιάτικο βράδυ), τα πρόσωπα (η Γυναίκα με τα Μαύρα και ο Νέος) και υποβάλλει το κλίμα του ποιήματος, τη σκηνική ατμόσφαιρα (ρομαντική, μυστηριακή). Ακολουθεί ο εκτενής μονόλογος - εξομολόγηση της Γυναίκας με τα Μαύρα, που αποτελείται από μακροσκελείς ελεύθερους στίχους, με υποτονικό κουβεντιαστό ύφος και πολλές παρεκβάσεις από το κύριο θέμα. Αυτός απαγγέλλεται από την πρωταγωνίστρια σ’ένα βουβό πρόσωπο, τον Νέο. Η αρχιτεκτονική διάρθρωση ολοκληρώνεται με έναν επίλογο, πάλι στο πεζό λόγο, που στη Σονάτα αποτελεί προέκταση και ολοκλήρωση του μονολόγου.


Η Σονάτα του Σεληνόφωτος είναι ένα πολυσημικό ποίημα, καθώς η «εκ βαθέων» εξομολόγηση της Γυναίκας με τα Μαύρα πραγματοποιείται μέσα στη ροή παραστάσεων, συμβόλων, παρεκβάσεων, αναγωγών και μεταφορών. Ωστόσο, είναι διακριτά ορισμένα βασικά ζητήματα που διαχρονικά απασχόλησαν την Ποίηση και την Τέχνη γενικότερα και αποτέλεσαν θέματά τους. Πιο συγκεκριμένα:
Ι. Το πρόβλημα του χρόνου: Ο χρόνος αποτελεί τον κεντρικό θεματικό άξονα της Σονάτας, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα επιμέρους θέματα (η φθορά, η μνήμη, ο έρωτας, η μοναξιά…). Η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει το χρόνο πίσω της, κάνει απολογισμούς επώδυνους, τραγικούς. Ο Νέος, αντίθετα, έχει το χρόνο μπροστά του και αυτός είναι βασικός λόγος για την αδυναμία της μεταξύ τους επικοινωνίας. Ο παράφορος γλύπτης των ανθρώπων Χρόνος (Ελύτης) αφήνει ανελέητα τα σημάδια του στον άνθρωπο. Κι όταν ένας άνθρωπος έχει μετανιώνει για πάρα πολλά πράγματα, όπως η Γυναίκα της Σονάτας, η αίσθηση του «χαμένου χρόνου» είναι τραγικά μονόδρομη. Χωρίς αντίβαρο, χωρίς αντιστάθμισμα ζωής, εμπειρίας, αναμνήσεων…
ΙΙ. Η φθορά και ο θάνατος: Θέματα συναφή με το ζήτημα του χρόνου. Ο θάνατος, βέβαια, εδώ έχει τη διπλή διάσταση, ως τέλος της ύπαρξης, ένα φυσικό όριο, μια στιγμή δηλαδή του χρόνου (κυριολεκτικά), αλλά και ως άρνηση, ακύρωση και αφαίρεση του νοήματος της ζωής (μεταφορικά). Η διαλεκτική άρση της αντίθεσης ζωή / θάνατος συνδέεται, στο συγκεκριμένο ποίημα, με την «ανυπακοή». Ανυπακοή στο μοιραίο, στο αναπόφευκτο της φυσικής φθοράς (Η περίπτωση της αρκούδας). Η ανυπακοή αυτή μετατρέπεται και σε συγκεκριμένη θέση - πρόταση: την έξοδο, την πολιτεία, τα εμπόδια από το ατομικό προς στο κοινωνικό. Ανυπακοή στο θάνατο είναι η ελπίδα για καλύτερη ζωή, είναι η συνέχεια της ζωής στο πρόσωπο των ανθρώπων που θα ακολουθήσουν.
ΙΙΙ. Η μνήμη και η γνώση: Αποτελούν τα δύο τραγικά, στην περίπτωση της Γυναίκας, πλεονεκτήματά της έναντι του Νέου. Η μνήμη είναι προϋποπόθεση της ζωής. Η μνήμη και η ζωή συντηρούν το χρόνο που πέρασε, διαφυλάσσουν τις εμπειρίες και τη γενίκευσή τους από το βιωματικό ή ιστορικό χρόνο. Ο κόσμος της μνήμης και της γνώσης είναι αυτός όπου ζει η Γυναίκα. Είναι ένας επώδυνος κόσμος, καθώς κοντά στις γλυκόπικρες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, των ποιητικών εμπειρίων, συντηρείται κυρίως η ανάμνηση μιας ζωής συμβατικής, περιορισμένης, «μετρημένης με το κουταλάκι του καφέ
IV. Η φαντασίωση και η παραίσθηση: Η Σονάτα ενέχει τις δυνατότητες υπέρβασης των ορίων του χρόνου. Δυνάμεις απελευθερωτικές απ’ ό,τι καταπιέζει και θλίβει τον άνθρωπο, από το τετριμμένο, το στερεότυπο, το τραγικό. Η «πτήση», το όνειρο, η φαντασίωση, η παραίσθηση του ιλίγγου ή της κατάδυσης στο βυθό του εσωτερικού κόσμου είναι διαχρονικοί για τον άνθρωπο τρόποι, σαν ψυχολογική άμυνα, να υπερβαίνει το ανυπόφορο ή «λίγο» παρόν. Μέσα για να πραγματώσει την αισθητική εμπειρία και μια αίσθηση, στιγμιαίας έστω, αιωνιότητας, αθανασίας.

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος ,χωρίς να αποτελεί μια αιφνιδιαστική αλλαγή στο έργο του Ρίτσου, αποδεικνύει ότι ο ποιητής έχει εισέλθει σε μια ποίηση με ολοκληρωμένο σχηματισμό και απαράμιλλη γονιμότητα.
Παράλληλα το γεγονός ότι αυτό το διάστημα ζει μια από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του σε συνδυασμό με τις ιδεολογικές ζυμώσεις της Αριστεράς , τη σχετική φιλελευθεροποίηση στον τομέα της αισθητικής, και την ποιητική του τόλμη να συνδυάσει το ρεαλισμό με το λυρισμό και το συμβολισμό με τον υπερρεαλισμό, αποδεσμεύουν μια πολύτιμη ύλη που θα καθιερώσει το Ρίτσο ως έναν από τους βασικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ποίησης.

Σε δεύτερο επίπεδο ο ποιητής αναφέρεται στην εποχή του και εμπνέεται από τα όσα έζησε, είδε και έπραξε από τη σκοπιά της πολιτικής και κοινωνικής του ένταξης αγωνιζόμενος πάντοτε εναντίον της αδικίας με τον τρόπο του ασυμβίβαστου.

Η ατομική όμως και περιορισμένη στο χρόνο εμπειρία αποκτά διαχρονικότητα και πανανθρώπινη αξία , αφού τα όσα έγιναν είναι δυνατόν να επαναληφθούν και αφού πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα παλεύουν με το θάνατο, την ηθική φθορά, τη διάψευση των ελπίδων τους, τη χρεοκοπία των ιδανικών τους, το δίλημμα μόνωση ή συμμετοχή.
Το έργο αυτό του Γιάννη Ρίτσου σημάδεψε τις ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις της λογοτεχνίας μας κατά τα μεταπολεμικά χρόνια και άσκησε και ασκεί διαρκή γοητεία και επιρροή στο αναγνωστικό κοινό.








ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1 (Συλλογικό ) Γιάννης Ρίτσος 1909-1990, Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, επιμέλεια: Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Δημήτρης Αγγελής, Αγγελική Παπανικολάου, Λίλη Πανούση , Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 2010
2.Βελουδής Γ., Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος, Αθήνα, 1984
3.Διαλησμάς Σ., Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1999
4.Κώττη Α., Γιάννης Ρίτσος. 'Ενα σχεδίασμα βιογραφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998
5. Μακρυνικόλα Α., Βιβλιογραφία Γιάννη Ρίτσου 1924-1989, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Ιδρύματος Μωραΐτη, Αθήνα, 1993
6.Προκοπάκη Χρ., Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2009
7.Προκοπάκη Χρ, Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής και ο πολίτης, Αθήνα, Κέδρος ,2009.
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
Βαχλιώτη Μαρία, Ποιητική γραφή και ιδεολογία στο έγρο του Γιάννη Ρίτσου, Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2011
Πατίλας Δημήτριος, Το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου από την “Τέταρτη Διάσταση” ως το “Αργά Πολύ Αργά Μέσα στη Νύχτα”. Οι πολύστιχες συνθέσεις της ωριμότητας, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2007
Μόσιαλου Ελένη, Μυθικές γυναικείες μορφές στους μονολόγους της "Τετάρτης Διάστασης" του Γιάννη Ρίτσου, Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα, 2009
Μπιλιάνη Αδαμαντία, Η αρχαιογνωσία του Γιάννη Ρίτσου μέσα από τον κύκλο των Ατρειδών στην "Τέταρτη Διάσταση". Συγκλίσεις και αποκλίσεις από τα αρχαία πρότυπα, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα, Αύγουστος 2010
Σαπουτζάκη-Αργυράκη Μαργαρίτα, Μορφές πολεμιστών σε αρχαιόθεμους μονολόγους της Τέταρτης Διάστασης του Γιάννη Ρίτσου : oμοιότητες και διαφορές με τα αρχαία πρότυπα, Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα, 2008









    Ένα αφιέρωμα  
       ...στο     Νομπελίστα  ποιητή Οδυσσέα Ελύτη .                                            
Βόλος      28/7/2014.   
Σύνταξη κειμένου :        Κεχαγιά Ευσταθία,  Φιλόλογος
                            (Σύνδεσμος Φιλολόγων Μαγνησίας)                                
Κέντρο Πολιτισμού  και Κοινωνικής Παρέμβασης Ιωλκός
Φορείς-Συντελεστές οργάνωσης:    Σύνδεσμος Φιλολόγων Μαγνησίας
Δ/νση πολιτισμού" ΔΟΕΠΑΠ/ΔΗΠΕΘΕ ΒΟΛΟΥ

To Αφιέρωμα στη διεύθυνση:
http://ekeh5.blogspot.gr/
 ΕΙΣΑΓΩΓΉ
     Είναι δύσκολο να παρουσιάσει κανείς το  έργο  ενός  Νομπελίστα ποιητή, ενός  ποιητή, εθνικού και φυσιολάτρη -όπως χαρακτηρίστηκε από τους μελετητές του-του ποιητή  του Αιγαίου και του Φωτός-όπως είναι ευρέως γνωστός- ενός πολυγραφότατου ποιητή - 17 συνολικά ποιητικών συλλογών- όπως επίσης και το έργο ενός δοκιμιογράφου, μεταφραστή και ζωγράφου, ενός τόσο δημοφιλούς λογοτέχνη , του Οδυσσέα Ελύτη.
     Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. 
    Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος του κινήματος του Υπερρεαλισμού.
     Ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον "ορθόδοξο" υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές,  δανείστηκε  ωστόσο στοιχεία του, τα οποία  αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. 
     Το εξελισσόμενο ποιητικό του έργο, χαρακτηρίζει η πολυμέρεια και η πολυτροπία, με τα γενναία άλματα από τον εύκρατο υπερρεαλισμό προς τον προκλητικό μεταμοντερνισμό", επισημαίνει ο Δ.Ν.Μαρωνίτης, χαρακτηρίζοντας ακόμη, την ποίηση του Ελύτη, φυσιοκρατική, μεθιστορική, και γλωσσοκεντρική.
Το έργο του Ο.Ελύτη αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης, κριτικής και έμπνευσης  Ελλήνων και ξένων δοκιμιογράφων, συγγραφέων, ανθρώπων του πνεύματος, καλλιτεχνών αλλά και πολλών  «θνητών», εραστών της τέχνης του. Πολλά και αξιόλογα είναι τα αφιερώματα εφημερίδων και περιοδικών στον ποιητή και στο έργο του, ενώ ποικίλες και αναλυτικές πληροφορίες προσφέρουν στην εποχή της τεχνολογίας τα χρονολόγια και τα σχετικά blogs και ιστοσελίδες. 
    Ο στόχος λοιπόν της αποψινής παρουσίασης δεν είναι να εξαντλήσει την πληροφορία αλλά να αφήσει απλώς  μια "γεύση" από το έργο του ποιητή πλαισιωμένη με την εμβόλιμη απαγγελία στίχων των ποιημάτων του και την επίσης εμβόλιμη ερμηνεία αποσπασμάτων του μελοποιημένου έργου του. 
    Ας ακολουθήσουμε λοιπόν με μεγάλες δρασκελιές το ταξίδι της  Ζωής και των Βιωμάτων του ποιητή ξεκινώντας από τη "ρέμβη" των νεανικών του "Προσανατολισμών" ως το " Ανθ¨ημών η Αγάπη" της τελευταίας του ποιητικής συλλογής "Εκ του Πλησίον".
  
ΒΙΟΣ
    Ο Οδυσσέας Ελύτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη)γεννήθηκε στις  2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, έκτο παιδί  του εργοστασιάρχη σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας Παναγιώτη Θ. Αλεπουδέλη και της Μαρίας  Βρανά που κατάγονταν από τη Μυτιλήνη. Είχε τέσσερις αδερφούς και μια αδερφή τη Μυρσίνη, που πέθανε σε ηλικία είκοσι χρόνων. ( 1918).
Το 1914 το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στον Πειραιά και η οικογένεια Αλεπουδέλη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν στην Κρήτη, τη Λέσβο και κυρίως στις Σπέτσες. Εδώ ο Οδυσσέας θα έρθει σε επαφή με τη θάλασσα, καθώς και με όλα εκείνα τα στοιχεία του νησιωτισμού, που θα αναφερθούν αργότερα στα ποιήματά του.
  Ο Οδυσσέας φοίτησε στο ιδιωτικό λύκειο Δ.Ν.Μακρή (1917-1924) με δασκάλους μεταξύ άλλων τους : Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο καιΙ.Θ. Κακριδή.
   Στο σχολείο ο Οδυσσέας αναδεικνύεται πρώτος δρομέας στα 100 μέτρα, θέση που θα κρατήσει σε όλους τους μέχρι το 1927 αγώνες.
Το 1918 πεθαίνει η αδελφή του Μυρσίνη στην Αθήνα από επιδημία ισπανικής γρίππης. Το σπίτι βυθίζεται για πολλά χρόνια στο έθνος.
 Μετά την πτώση του Βενιζέλου, το Νοέμβριο του 1920, ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης, λόγω της πολιτικής τοποθέτησής υπέρ του, φυλακίστηκε και η οικογένειά του διώχτηκε.
    Το 1924 εγγράφεται στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και αρχίζει να συνεργάζεται με το περιοδικό Η Διάπλασις των παίδων με διάφορα ψευδώνυμα. Το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς πεθαίνει ο πατέρας του από πνευμονία.
    Από το 1926 σταδιακά εντείνεται η ενασχόλησή του  με τη λογοτεχνία καθώς οι ίδιοι καθηγητές του στο Γ’ Γυμνάσιο, όπως ο Ι. Σαρρής, γεωγράφος και πρόεδρος του «Οδοιπορικού Συνδέσμου», του εμπνέει αγάπη για τη φυσιολατρεία, ενώ οι Ι. Αργυρόπουλος,  Εμμ. Παντελέκης, εκδότες και συγγραφείς τον καθοδηγούν. 
    Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επισκέπτεται στην Τήνο και τη Σαντορίνη.  Το 1927 πραγματοποιεί αρκετές εκδρομικές εξορμήσεις και αναβάσεις στα βουνά της Αττικής. Οργανώνει ένα μικρό, χειρόγραφο περιοδικό, μετίτλο Ιξός.
   Την Άνοιξη του ίδιου χρόνου δέκατα υπερκόπωσης και  αδενοπάθεια  βάζουν τέρμα στις φίλαθλες τάσεις του και τον καθηλώνουν για τρεις μήνες στο κρεβάτι. Ακολουθούν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας. 
    Το καλοκαίρι στην Τήνο, στρέφεται οριστικά στη λογοτεχνία, γεγονός που συμπίπτει με την εμφάνιση νέων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η "Νέα Εστία" του Ξενόπουλου και τα " Ελληνικά Γράμματα" των:  Κ. Μπαστιά και Β. Μαλατάκη.
    Το 1928 μετά από πιέσεις των δικών του να σπουδάσει χημικός, αρχίζει φροντιστήριο για τις εισαγωγικές εξετάσεις της επόμενης χρονιάς.
    Το 1929 θεωρείται  ορόσημο στη ζωή του Ελύτη. Έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. καβαφικής τεχνοτροπίας και κάποια σαρκολατρικά και κοσμοπολίτικα, ενώ στο βιβλιοπωλείο Κάουφμαν -όπου σύχναζε -ανακαλύπτει το βιβλίο του Paul Eluard "L’ amour la poesie". 
   Τότε ήρθε σε επαφή με τον Υπερρεαλισμό, μέσω της ποίησης  του Ελυάρ.  Η σχέση του νεαρού Οδυσσέα Ελύτη με τον Γάλλο ποιητή Πωλ Ελυάρ είναι γνωστή,  άλλωστε ο ίδιος έσπευσε να την αναδείξει όπως της άξιζε.
    Σύμφωνα με την παρατήρηση του φίλου και μελετητή του Μάριο Βίττι, ο Ελύτης αναγνώριζε ότι τα πρώτα του ποιήματα είχαν για κύριο βοήθημα «το μόνο μοντέρνο ποιητή που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του», τον Ελυάρ.
 Έτσι παραιτείται από την πρόθεση να δώσει εξετάσεις στη χημεία, δίνει εξετάσεις  και  εγγράφεται τελικά στη Νομική Σχολή. 
Από τη επόμενη χρονιά αρχίζει να παρακολουθεί ταχτικά την Nouvelle Revue Française. Γράφει ποιήματα σταθερής μορφής και τα.στέλνει με διάφορα ψευδώνυμα, σε περιοδικά της εποχής. 
   Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του Ελύτη στα Νέα Γράμματα έγινε το Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού.  Εκεί ο νεαρός Οδυσσέας Αλεπουδέλης επιλέγει το όνομα με το οποίο θα δημιουργήσει και θα περάσει στην αιωνιότητα, γίνεται ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Οι δύο πρώτες συλλαβές του ψευδωνύμου του που παραπέμπουν στην ελληνική μεταφορά των αντίστοιχων συλλαβών του Ελυάρ- εγγράφονται εμφανώς εν είδει γενεαλογίας και αντιδώρου. Το Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου -1935- γνώρισε τον  Ανδρέα Εμπειρίκο, εισηγητή της ποιητικής σχολής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.Επηρεασμένος από την Υψικάμινο, που κυκλοφορεί τον Μάρτιο, δοκιμάζει ποιήματα αυτόματης γραφής. 
    Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Το 1935 ταξίδεψε στη Μυτιλήνη μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, όπου γνώρισε τη ζωγραφική του Θεόφιλου. Γνωρίστηκε επίσης με τους:
Κ.Γ.Κατσίμπαλη, Γιώργο Σεφέρη, Γιώργο Θεοτοκά και Α.Καραντώνη, ιδρυτές των Νέων Γραμμάτων, όπου πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του.
Ο Ελύτης, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα.
   "Ο δρόμος πέρα από τον υπερρεαλισμό (γράφει ο Λίνος Πολίτης) φτάνει σε θαυμαστό αποτέλεσμα με την ποίηση του Ελύτη."Η καινούρια ποιητική ελευθερία κάνει εδώ ν' αναβλύσει μια ποίηση χαρούμενη, νεανική, πλημμυρισμένη από φως και από Αιγαίο, κυριαρχημένη ακόμα, σε αντίθεση με τον πρώτο υπερρεαλισμό, και από μια μεσογειακή αίσθηση του μέτρου και της τάξης".
   Το 1936 γνωρίστηκε με τον μετέπειτα στενό φίλο του Νίκο Γκάτσο και στο τέλος του χρόνου κατατάχτηκε στο στρατό, στη σχολή εφέδρων αξιωματικών της Κέρκυρας, αλληλογραφώντας παράλληλα με το Νίκο Γκάτσο και το Γιώργο Σεφέρη που βρίσκονταν ως πρόξενος στην Κορυτσά. 
Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο "Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης" στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε και επίσημα στην καθιέρωσή του. "Τα τοπία του Ελύτη (έγραψε ο Μήτσος Παπανικολάου) έχουν όλη τη διαφανή και την καινούρια ομορφιά των τοπίων που καθάρισαν οι βροχές και οι άνεμοι, κι ακόμη των πρώτων τοπίων της δημιουργίας. Η φύση του είναι νέα και τόσο γοητευτική, σα να την αντικρίζουν για πρώτη φορά τα μάτια του παιδιού ή του κοιμισμένου. Κι εκεί μέσα ο ποιητής, παιδί κι αυτός, πλανιέται μες τις πιο απόκρυφες σκέψεις του, απαλλαγμένος εντελώς από τα δεσμά της λογικής".
Η ποίησή του έφερε έναν αέρα υγείας, τόλμης και φωτός, ως αναγκαία αντίδραση, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδό της, στον καρυωτακισμό, ως κατάφαση στην ίδια τη ζωή. Ο πρώιμος χαρακτηρισμός του ως «ποιητή του Αιγαίου» (τον οποίον αργότερα ο ίδιος έβρισκε στενόχωρα περιοριστικό) μπορεί όντως να μην ανταποκρίνεται στη συνολική δημιουργική του πορεία, αλλά δεν αναιρεί την «ανακάλυψη» του Αιγαίου ως ποιητικού θέματος και, ταυτόχρονα, ως χώρου όπου βλάστησε η αρχαιοελληνική λυρική ποίηση με τη «μακρινή εξαδέλφη» του Ελύτη, τη Σαπφώ"  
     Στα τέλη του 1937 μετατέθηκε στην Αθήνα όπου και απολύθηκε το 1938. Το 1940 κατατάχθηκε στη Βόρειο Ήπειρο, ενώ ένα  χρόνο αργότερα κινδύνεψε να πεθάνει από κοιλιακό τύφο στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Η κατάσταση της υγείας του είναι απελπιστική και στις παραμονές της εισόδου των Γερμανών στα Ιωάννινα, μεταφέρεται στην Αθήνα. 
Το 1945 διορίστηκε διευθυντής προγράμματος της νεοσύστατης τότε Ελληνικής Ραδιοφωνίας με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη (απ όπου παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα) και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέα Γράμματα και Αγγλοελληνική Επιθεώρηση.  Από το 1948 ως το 1951 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, από όπου ταξίδεψε στην Ισπανία, την Ιταλία και την Αγγλία.  Στο Λονδίνο γνωρίστηκε με τον Ιταλό ερευνητή της νέας ελληνικής φιλολογίας Mario Vitti και τον Pablo Picasso.
Η προσήλωση του Μάριο Βίττι στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη έχει την αφετηρία της στη γνωριμία του νεαρού τότε νεοελληνιστή με τον ακόμη λίγο γνωστό, το 1951, Έλληνα ποιητή. Η απαρχή της φιλίας σφραγίστηκε με τη δημοσίευση ενός μικρού τόμου με ποιήματα μεταφρασμένα ιταλικά, όπου ξέχωρη θέση είχε ο Ανθυπολοχαγός. Έκτοτε ο Βίττι αφιέρωσε αρκετά γραπτά του στον ποιητή, τόσο στην Ιταλία, όπου βοήθησε στο να γίνει η ποίηση του Ελύτη γνωστή, όσο και στην Ελλάδα.
 Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα έγινε μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1952-1953), έγινε μέλος του Δ.Σ. του Θεάτρου Τέχνης(1953), του Ελληνικού Χοροδράματος (1955) και επαναδιορίστηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία (από το 1953 ως τη νέα παραίτησή του το 1954). 
Συνεργάστηκε επίσης με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης ως μεταφραστής.  Από το 1961 ταξίδεψε στην Αμερική, τη Σοβιετική Ένωση, τη Βουλγαρία.
Το 1965 χρονολογείται και η έναρξη της ενασχόλησής του με τη ζωγραφική και το κολάζ.
 Μετά το πραξικόπημα του 1967 κατέφυγε στο Παρίσι (1969) και το 1970 ταξίδεψε για τέσσερις μήνες στην Κύπρο (στην Κύπρο ξαναπήγε το 1973).
Το 1974 έγινε πρόεδρος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης.
 Πέθανε... στις 18 Μαρτίου του 1996 στην τελευταία του κατοικία στην οδό Σκουφά.
Η Πρώτη επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία και η πορεία του Έργου του.
   Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Οδυσσέα Ελύτη στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1939 με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο "Προσανατολισμοί."
( Η συλλογή ξεκινά με τα πρώτα ποιήματα του Αιγαίου και ολοκληρώνεται με τα οψιμότερα ποιήματα όπως "Η Συναυλία των Γυακίνθων, Ωδή στη Σαντορίνη, Ηλικία της Γλαυκής Θύμησης, Η Μαρίνα των Βράχων, Adagio και "Τρελλή Ροδιά" που είναι και το τελευταίο της Συλλογής).
" Η Μαρίνα των Βράχων" ...απαγγέλλει  ο κος Ν. Βαραλής και ... το "Αρχιπέλαγος" ερμηνεύει ο κος Αγροκώστας.
 Το 1942 δημοσίευσε το δοκίμιο Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου και το 1943 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Ήλιος ο Πρώτος".( Ενδεικτικά αναφέρω κάποια: Ήλιος ο Πρώτος, Το Σώμα του Καλοκαιριού Παραλλαγές πάνω σε μια ακτίδα, Πορτοκαλένια, Πίνοντας Ήλιο Κορινθιακό). 
 Κάτω στης Μαργαρίτας τ αλωνάκι..  από τον Ήλιο τον
Πρώτο, ερμηνεύει ο κος Β. Αγροκώστας 
Ακολουθούν το 1945-το" Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" (στην πρώτη του μορφή, Περ. Τετράδιο) και...... το "Άξιον Εστί" το 1959.
Το Άξιον εστί μια από τις κορυφαίες δημιουργίες του Ελύτη, έργο με το οποίο διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο». Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασική ακρίβεια της φράσης ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης». Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γ.Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού.
Το Άξιον εστί  θα μελοποιηθεί αργότερα από το  Μίκη Θεωδωράκη
ενώ αποτελεί - μολονότι δεν προσφέρεται για μετάφραση-και το πιο πολυμεταφρασμένο έργο του ποιητή-κυκλοφορεί σε 22 χώρες.
Από το Άξιον εστί  σε μουσική Μ. Θεοδωράκη. «Ανοίγω το στόμα μου» ερμηνεύει ο κος Β. Αγροκώστας.
 Στη συνέχεια θα εκδοθούν οι ποιητικές συλλογές:
 " Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό" (1960). "Ήλιος ο ηλιάτορας", "Το Μονόγραμμα" και "Το φωτόδεντρο και Η δέκατη τέταρτη ομορφιά το 1971.  
"Στίχοι γεμάτοι αντιθέσεις, όπως η πατρίδα μας.  Το καλύτερο ψυχογράφημα που έχει διατυπωθεί ποιητικά για την Ελλάδα και τους Έλληνες......." Όμορφη και παράξενη πατρίδα από τη συλλογή "Ο ήλιος ο Ηλιάτορας" σε μουσική Δ. Λάγιου «Μικρή Πράσινη Θάλασσα», από τη συλλογή " Το Φωτόδενδρο", ένα από τα πιο λεπτά και ευαίσθητα ποιήματα του Ελύτη, όπου η Κόρη/Ποίηση οδηγεί τον ποιητή προς μία ερωτική βίωση της ελληνικής παράδοσης. 
 Στο ποίημα αυτό είναι πολύ φανερή η θαλασσινή οντότητα της Κόρης, όπως η αντίστοιχη καταγωγή της ποίησης του Ελύτη. Επιθυμία του ποιητή είναι το μικρό κορίτσι να μαθητεύσει εκεί που έθαλλε το κάλλος και η σπιρτάδα της ιωνικής σκέψης που τόσο έχει ελκύσει τον Ελύτη. Η επανάληψη της τρυφερής επίκλησης οδηγεί την Κόρη στο μυστήριο του φωτός, κεντρικό θέμα στην ποίησή του, και στο πώς μπορεί να κατανοήσει τη μεταφυσική του ήλιου.   
«Μικρή Πράσινη Θάλασσα» απαγγέλλει  ο κος Ν. Βαραλής.
"Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα 'θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα...."
 Από το ποίημα αυτό  γίνεται φανερό ότι στην ποίηση του Ελύτη το πνεύμα -όπως ο ίδιος επισημαίνει μιλώντας για την ποιητική του -παίρνει αναπόφευκτα τη μορφή νεαρής γυναίκας επικυρώνοντας τη θεωρία ότι η δικαιοσύνη , η αλήθεια και ο λόγος συναποτελούν ένα ιδεατό σχήμα που συνήθως το ονομάζει Μαρίνα (από το λατινικό mare που σημαίνει θάλασσα ) Γι αυτό άλλωστε η Μαρίνα διαπερνά όλη την ποίηση του Ελύτη. Τη συναντάμε στη Μαρίνα των βράχων της συλλογής Προσανατολισμοί, στο Αξιον Εστί, στη μικρή πράσινη θάλασσα, της συλλογής Φωτόδενδρο, στη Μαρία Νεφέλη με το ελληνικό της όνομα και τέλος στα Ρώ του Έρωτα συνηγορώντας ίσως στη κριτική θέση ότι οι συλλογές του Ελύτηθα μπορούσαν να διαβαστούν σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω.  
Ακολουθεί η συλλογή: "Τα ρω του έρωτα "το 1972. "Μαρίνα" και "του Μικρού Βοριά" ποιήματα   από την ενότητα Μικρές Κυκλάδες της συλλογής τραγουδά ο κος Β. Αγροκώστας.
 «Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης.!!!...
(γράφει ο Ελύτης... στο εισαγωγικό σημείωμα της Συλλογής του). Πίσω από κάθε ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βαστάει στη ζωή. Γι’ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλλιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ’ ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα ή δεν μπορούσα ίσως να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως νιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν».
Από την ίδια συλλογή -Τα ρω του Έρωτα -και την ενότητα τα "Αφανέρωτα" θα απολαύσουμε το  Μαγγισσάκι και Το Παράπονο........  
Ακολουθούν οι Συλλογές "Τα Ετεροθαλή" και "Μαρία Νεφέλη" (1974) "Ο Μικρός Ναυτίλος" (1985),"Τα Ελεγεία της Οξώπετρας" (1991)και οι δύο τελευταίες του συλλογές:
"Δυτικά της λύπης" (1995), "Εκ του πλησίον" (1998).   
Ιδιαίτερη στιγμή  για τον ποιητή και την αναγνωρισιμότητά του αποτέλεσε η 18η Οκτωβρίου 1979 ημέρα που Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για την ποίησή του, επισημαίνοντας ότι το Άξιον Εστί αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα. 
Ο Ελύτης σε καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου 1979 στη Στοκχόλμη, θα παραλάβει το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο, γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.  
Προφητικός απαγγέλλει ο κος Ν. Βαραλής.                           
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ  Άξιον Εστί ερμηνεύει ο κος Β. Αγροκώστας.
Την απονομή του Νομπέλ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα των Πανεπιστημίων της Ρώμης και της Αθήνας, η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη", στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
(Το 1972 ωστόσο αρνήθηκε βραβείο θεσπισμένο από τη δικτατορία και το 1977 αρνήθηκε την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.)

 Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.
Επίσης αξιόλογο θεωρείται και το λιγότερο γνωστό εικαστικό του έργο Κολάζ και Ζωγραφική του παρουσιάστηκε το 1980 σε έκθεση  με τίτλο Συνεικόνες στην Αθήνα, το 1988 στο Beaubourg της Γαλλίας και το 1992 στο Μουσείο μοντέρνας Τέχνης της Άνδρου.
Ο Οδυσσέας Ελύτης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στους κορυφαίους έλληνες ποιητές του αιώνα μας. Με την ποίησή του υπέταξε τα λεγόμενα ορθόδοξα σχήματα της λογοτεχνικής έκφρασης του υπερρεαλιστικού ρεύματος στην έκφραση της δια βίου πνευματικής αγωνίας του για τον ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας σε σχέση με τη Δύση. 
Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.( 8Ο βιβλία του κυκλοφορούν σε τουλάχιστον 25 χώρες).
Μια και η ποίηση του Ο. Ελύτη χαρακτηρίζεται "γλωσσοκεντρική" θα πρέπει να αναφερθώ υποχρεωτικά σε κάποιες λίγες ενδεικτικές  επισημάνσεις και κριτικές για τη Γλώσσα του.
 Ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης θεωρεί τον Ελύτη ως τον κατ' εξοχήν «ποιητή της γλώσσας». “Ο Ελύτης πέτυχε το ακατόρθωτο «Με το ειδικό θάρρος που τού 'δωκεν η Ποίηση» μπόρεσε να σπάσει τους φραγμούς της συμβατικής γλώσσας και να φτάσει σε μιαν πρωτόγνωρη υπέρβαση των ορίων της νέας ελληνικής γλώσσας, που την χρειαζόταν για να εκφράσει την υπέρβαση της καθημερινής πραγματικότητας. Η δική του ποίηση απαιτούσε μιαν άλλη χρήση της ελληνικής γλώσσας, κυριολεκτικά ποιητική, γλώσσα που να ποιεί, να δημιουργεί νέες σημασίες, νέες σημάνσεις, νέες συνάψεις λέξεων, νέες φράσεις, τέτοιες που να οδηγούν σε πολύσημους συνειρμούς, σε αναπαρθένευση τής πρωτοτυπικής σημασίας των λέξεων, αυτής που πηγάζει από το«έτυμον» της λέξης. Γενικά, κατόρθωσε να επινοήσει μιαν άλλη μορφή αντισυμβατικής γλώσσας, ώστε να ξυπνάει κάθε φορά τη συγκίνηση, το όνειρο, το συναίσθημα, την εικόνα, τη φαντασία, την ικανότητα να βλέπεις μέσα στα πράγματα, τη διαφάνεια
δηλ., και να μεταβάλεις τη φευγαλέα στιγμή σε διάρκεια, μια άλλη βασική έννοια της ποίησης τού Ελύτη».            
O ίδιος ο ποιητής στον «Λόγο του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης» αναφερόμενος στη γλώσσα είπε: «Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων.  Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. [...] Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος. [...] Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει». 
 Γράφει στο «Αξιον εστί»: «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική ....  Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.....!!  Με το λύχνο του Άστρου από το «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» σε μουσική Μ. Θεοδωράκη,  ερμηνεύει ο κος Β. Αγροκώστας.
 Κλείνω...με την αντίληψη που είχε ο ίδιος για την αξία της ποίησης, όπως αυτή αποτυπώνεται σε δύο μόνο φράσεις από την ομιλία  του στην απονομή του Νόμπελ ποίησης...και με ένα μικρό απόσπασμα από το "Μικρό Ναυτίλο":   
" Και η Ποίηση, που εγείρεται στο σημείο όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά..."
και.......
"Ό,τι μπόρεσα ν' αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η Ποίηση: 
"να γίνομαι άνεμος για το χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει."
 Υλικό-Βιβλιογραφία:
http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?Id=1150&lan=1 http://www.socialactivism.gr/index.php/%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%B5%CF%81%CF



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου